συριγμούς

συριγμούς
σῡριγμούς , συριγμός
shrill piping sound
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ροιγδέομαι — Μ (για τη φωτιά) τρίζω και σφυρίζω, ηχώ με τριγμούς και συριγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί τού ορθού ῥοιβδέομαι (< ῥοῖβδος «δυνατός ήχος»)] …   Dictionary of Greek

  • συριστικός — ή, ό Ν [συρίζω (Ι)] 1. αυτός που σφυρίζει 2. αυτός που παράγει ήχο όμοιο με σφύριγμα («το συριστικό σ») 3. φρ. α) «συριστικά σύμφωνα» γραμμ. τα σύμφωνα σ, ζ και ξ β) «συριστικοί σημαντήρες» ναυτ. σημαντήρες για την επισήμανση αβαθών, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”